κύχραμος

κύχραμος
κύχραμος
Grammatical information: m.
Meaning: `name of an unknown migratory bird, which accompanies the quail (Arist.); on the identicication s. Thompson Birds s. v.
Dialectal forms: vv. ll. κέ-, κί-; κιγκράμας ὄρνεον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Clearly a Pre-Greek word.
Page in Frisk: 2,58

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κύχραμος — κύχραμος, ὁ (Α) είδος αποδημητικού πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • κύχραμος — corn crake masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταρόκοτα — Κοινή ονομασία του καλοβατικού, νυχτόβιου πτηνού κρεξ η γνησία ή η λειμώνιος, που ανήκει στην οικογένεια των Ραλλιδών της τάξης των ραλλόμορφων ή γερανόμορφων. Είναι επίσης γνωστό και ως ορτυκομάνα, ορδυκομάνα, ραδιγουάλια, ορτυγοσούρτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”